- παραστρατηγώ
- -έω, Α1. εκδίδω διαταγές που αντίκεινται στις διαταγές τού στρατηγού2. παθ. παραστρατηγοῡμαι, -έομαιγίνομαι αντικείμενο εκμεταλλεύσεως («παραστρατηγηθῆναι διὰ τῶν φίλων», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στρατηγῶ (< στρατηγός)].
Dictionary of Greek. 2013.